κλινοπετής

κλινοπετής
κλῑνοπετής , κλινοπετής
bed-ridden
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κλινοπετής — κλινοπετής, ές (AM) κλινήρης, κατάκοιτος («τά πολλά κλινοπετεῑς δι άρρωστίαν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + πετής < πίπτω (πρβλ. γονυ πετής, ουρανο πετής)] …   Dictionary of Greek

  • κλινοπετῆ — κλῑνοπετῆ , κλινοπετής bed ridden neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κλῑνοπετῆ , κλινοπετής bed ridden masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κλῑνοπετῆ , κλινοπετής bed ridden masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλινοπετεῖς — κλῑνοπετεῖς , κλινοπετής bed ridden masc/fem acc pl κλῑνοπετεῖς , κλινοπετής bed ridden masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλινοπετέα — κλῑνοπετέα , κλινοπετής bed ridden neut nom/voc/acc pl (epic ionic) κλῑνοπετέα , κλινοπετής bed ridden masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλινοπέτεια — κλινοπέτεια, ἡ (Μ) [κλινοπετής] το να είναι κάποιος κλινήρης, κατάκοιτος …   Dictionary of Greek

  • κλινοπετοῦς — κλῑνοπετοῦς , κλινοπετής bed ridden masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλινοπετέι — κλῑνοπετέϊ , κλινοπετής bed ridden dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”